- ηλέκτριση
- η1. μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος, η φόρτιση, η πλήρωση με ηλεκτρισμό («ηλέκτριση εξ επιδράσεως»)2. μτφ. διέγερση, μετάδοση ενθουσιασμού, έξαψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrification < electrify (βλ. ηλεκτρίζω). Η λ. στον λόγιο τ. ηλέκτρισις μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.